τεπές

τεπές
ο, Ν
1. ύψωμα, κορυφή
2. θολοειδής κορυφή σε φέσι ή σε καπέλο
3. (κατ' επέκτ.) θολωτή στέγη κτίσματος
4. δεύτερο συνθετικό διαφόρων τοπωνυμίων κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tepe].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, τό)… …   Dictionary of Greek

  • καλόττα — και καλότα, η 1. κάλυμμα τής κεφαλής, σκουφί 2. (ειδ.) το μικρό κόκκινο σκουφί τών ρωμαιοκαθολικών ιερέων 3. το κύριο τμήμα τού γυναικείου καπέλου που περιβάλλει την κεφαλή, σε αντιδιαστολή προς τον γύρο, κν. τεπές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. calotte] …   Dictionary of Greek

  • τεπελίκι — το, Ν [τεπές] μεταλλική πλάκα (παλ. λ.) ή διακοσμητικό κέντημα στην επιφάνεια καπέλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”